χαλυβδικός

χαλυβδικός
και δ. γρφ. χαλυβικός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες
2. χαλύβδινος
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλυβδικός
ο χάλυβας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, -υβος. Ο τ. χαλυβδικός κατ' επίδραση τού μολυβδικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Χαλυβδικός — Chalybian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλυβδικόν — Χαλυβδικός Chalybian masc acc sg Χαλυβδικός Chalybian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλυβδικοῦ — Χαλυβδικός Chalybian masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλυβδική — Χαλυβδικός Chalybian fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλυβδικῷ — Χαλυβδικός Chalybian masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλυβηΐς — ΐδος, ἡ, Α ποιητ. τ. θηλ. τού χαλυβδικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος + κατάλ. ηΐς (πρβλ. κεραμ ηΐς, ποταμ ηΐς)] …   Dictionary of Greek

  • χαλυβικός — ή, όν, Α βλ. χαλυβδικός …   Dictionary of Greek

  • χαλύβινος — ον, Α 1. χαλυβδικός* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλύβινος η χώρα τών Χαλύβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • Χαλυβδικάς — Χαλυβδικά̱ς , Χαλυβδικός Chalybian fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”